Για τη Δημητρ@ της Συκαμνιάς
Η Δημητρ@ της Συκαμνιάς έγινε γνωστή, όταν, το 2015, το χωρίο της βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας επικαιρότητας, εξαιτίας της άφιξης χιλιάδων μεταναστ(ρι)ών στις ακτές της περιοχής. Η Δημητρ@ τράβηξε την προσοχή ακτιβιστριών που βρέθηκαν εκεί και κλήθηκε πολλές φορές να δώσει συνεντεύξεις και να μιλήσει για τη ζωή της. Ήταν και από τις λίγες φορές, που κάποι@ ενδιαφέρθηκαν να ρωτήσουν για εκείνη. Ποια είναι, πώς αισθάνεται, ποια η ιστορία της, αφού μέχρι τότε η ύπαρξή της καλυπτόταν πίσω από τα πέπλα μυστικότητας και ενοχής, που άλλοι της επέβαλαν. Όποιες και αν ήταν οι προθέσεις των ανθρώπων που της πήραν συνεντεύξεις, την φωτογράφησαν και την κινηματογράφησαν εκείνο το διάστημα, η προσοχή που δόθηκε στη Δημητρ@ δεν υπερέβη ποτέ τους όρους του θεάματος. Ούτε στάθηκε ικανή να βελτιώσει τη θέση της ανάμεσά μας και να σπάσει τη μοναξιά, που, όσο κι αν είχε συνηθίσει, ποτέ δε διάλεξε.
Λίγα χρόνια αργότερα, μια ημέρα των χριστουγέννων του ‘20, κι ενώ η Δημητρ@ είχε πια για τους πολλούς ξεχαστεί, τοπική εφημερίδα δημοσίευσε ντοκουμέντο της παραβίασης του σπιτιού της και της απόπειρας εκφοβισμού και γελοιοποίησής της, από έφηβα αγόρια και κορίτσια του χωριού. Κάπως έτσι κατέρρευσε και η εικόνα της ειρηνικής συμβίωσης που προέβαλαν η ίδια η Δημητρ@ αλλά και οι συγχωριανές της, όταν με μια κάμερα στο χέρι τις ρωτούσαν πώς αισθάνονται με την παρουσία της στο χωριό. Για άλλη μια φορά εμπεδώθηκε ότι υπάρξεις που με τη ζωή τους και τα σώματά τους αντιστέκονται στην πατριαρχική κανονικότητα, δεν βρίσκονται ποτέ σε ειρήνη. Αντίθετα βρίσκουν απέναντί τους ένα κράτος και μια κοινωνία έτοιμα να τις εκμηδενίσουν, να τις φυλακίσουν, να τις αφανίσουν.
Τις ημέρες εκείνες, τουλάχιστον στη Λέσβο, το θέμα έγινε “viral”. Το διαδίκτυο γέμισε με εκδηλώσεις αποτροπιασμού και εκκλήσεις για παρέμβαση της πολιτείας. Ανθρωπιστικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούνται στο νησί στη βιομηχανία της “προσφυγικής κρίσης” και εξειδικεύονται στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας και την υποστήριξη lgbtq+ μεταναστ(ρι)ών, έσπευσαν να δηλώσουν τη στήριξή τους στη Δημητρ@. Στήριξη θεωρητική, με δημοσιεύματα που η Δημητρ@ δε θα διάβαζε ποτέ, αφού η έμπρακτη υποστήριξη μιας κουίρ Ελληνίδας, από τους επαγγελματίες των οργανώσεων αυτών, δεν προβλέπεται από τις χρηματοδοτήσεις, ενώ ακόμη αμφισβητεί τον κάθετο διαχωρισμό Ελληνίδων και μεταναστριών.
Στο μεταξύ το κουδούνι του σπιτιού της χτυπούσε ασταμάτητα καθώς άνθρωποι από όλο το νησί αποφάσισαν να εκληδώσουν τη στιγμιαία συμπαράστασή και αγάπη τους, στέλνοντας της δώρα, λουλούδια και μελομακάρονα. Έχοντας πέσει για άλλη μια φορά στα δόντια του θεάματος, η Δημητρ@ μεταράπηκε ξανά σε ενός είδους αξιοθέατο, κανιβαλίστηκε πάνω σε αυτή την τόσο ευαίσθητη στιγμή της. Μέλη φεμινιστικών ομάδων και άλλων πολιτικών συλλογικοτήτων παρακολουθούσαμε με αμηχανία τις εξελίξεις, νιώθοντας ότι μάλλον είναι πια αργά και ότι δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ουσιαστική βοήθεια.
Η Δημητρ@ λοιπόν που από πάντα θεωρούταν άνθρωπος ψυχικά άρρωστος γιατί δεν προτιμούσε τα παντελόνια, γιατί ενοχλούσε τραγουδώντας έξω από τα καταστήματα, και γιατί ώρες ώρες σκεφτόταν τον θάνατο σαν μια κάποια λύση, τώρα θεωρείται επικίνδυνη για την εαυτό της, επειδή, μέσα σε όλα αυτά, δεν βρίσκει όρεξη για να φάει, το κουράγιο να φροντίσει την ίδια και το χώρο της. Και αφού κανέν@ μας δεν βρήκε το θάρρος και τους τρόπους να σπάσει το τείχος της εγκατάλειψης και της απομόνωσής της, ακολουθεί η ακούσια νοσηλεία της, πρακτικη που προσομοιάζει πολύ περισσότερο σε βίαιη σύλληψη από ότι σε πράξη ιατρικής φροντίδας. Έχοντας πια εξαφανιστεί από την επικαιρότηα η Δημητρ@ σέρνεται για κάποιο διάστημα στην ψυχιατρική πτέρυγα του Βοστανείου, για να μεταφερθεί, άγνωστο πότε ακριβώς, στο Δρομοκαΐτειο. Εφόσον δεν έζησε για να μας τα διηγηθεί, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι πέρασε τις ημέρες του εγκλεισμού της. Έχουμε μόνο τη βεβαιότητα, από τόσα άλλα που πέρασαν από αυτά τα ιδρύματα, ότι αυτό που αποκαλούν “θεραπεία” συνοψίζεται στην καταστολή με χάπια και φυσικό περιορισμό.
Εκείνη όμως, έχοντας από μικρή την εμπειρία του ψυχιατρικού σωφρονισμού και της φαρμακευτικής καταστολής, απεχθάνεται το ψυχιατρείο και την αγωγή που την ταΐζουν. Η Δημητρ@ θέλει μόνο να μείνει στη Συκαμνιά. Έτσι με την πρώτη ευκαιρία δραπετεύει από τη φυλακή της. Τρεις μέρες αργότερα χτυπιέται θανάσιμα από αυτοκίνητο και εγκαταλείπεται στην άσφαλτο, όπως έχει εγκαταλειφθεί και τόσες άλλες φορές. Το σώμα της, που δεν χώραει στα ταξινομικά τους κουτάκια, παραμένει σχεδόν για δύο μήνες στο νεκροτομείο κάποιου παγερού νοσοκομείου, ως αγνώστων στοιχείων.
Και τώρα μας έμεινε η μνήμη…
Κάποιοι (πολλοί) θα επιχειρήσουν να την μετατρέψουν σε ξέπλυμα μέχρι να χάσει τη θεαματική της αξία.
Εμείς οφείλουμε να τη διατηρήσουμε, γιατί οφείλουμε να μάθουμε.
Από ποιον μπορούσαμε να αναμένουμε να φροντίσει την Δημητρ@;
Από το κράτος που χορηγεί καταστολή και εγκλεισμό δια πάσαν νόσον;
Από τις ΜΚΟ, που αντιμετωπίζουν τον ανθρώπινο πόνο με όρους επιχειρηματικότητας;
Ή από το σύστημα ψυχιατρικού σωφρονισμού, που καταστέλλει όποιο βρεθεί στα χέρια του, προκειμένου να μην είναι σε θέση να απειλήσει ποτέ ξανά τη νοσηρή πραγματικότητα του λογικού και φυσιολογικου;
Οφείλουμε να θυμόμαστε και να μάθουμε. Να μάθουμε να φροντίζουμε η μία το ένα, ο ένας την άλλη. Να φροντίζουμε
συλλογικά για να είμαστε καλά και να γινόμαστε μαζί επικίνδυνα απέναντι στην κανονικότητά τους.
Anormin@
φεμινιστική αντισεξιστική ομάδα Μυτιλήνης
Καλοκαίρι ’21